Περίληψη
Η προβληματική της παρούσας Διπλωματικής εργασίας στηρίζεται στο γεγονός ότι, η Αρχιεπισκοπή Αχριδών βρισκόταν σε βυζαντινά εδάφη και παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, μετά την κατάκτηση αυτών από τους Οθωμανούς, διατήρησε τον ελληνικό της χαρακτήρα, μέχρι την κατάργησή της τον 18ο αιώνα. Όμως, ενώ το 1767, η Σύνοδος της Αρχιεπισκοπής, με προκαθήμενο τον Αρχιεπίσκοπο Αρσένιο, αποφάσισε την υπαγωγή της Εκκλησίας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικοινωνία μεταξύ του ελληνικού και του σλαβικού κόσμου, στις 29 Νοεμβρίου του 1945, ο ηγέτης του Εθνικού Μετώπου στη Γιουγκοσλαβία, Τίτο, ο οποίος έγινε πρωθυπουργός στις 11 Νοεμβρίου 1945, ανήγγειλε την δημιουργία της Ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας η οποία αποτελούνταν από την Σερβία, την Κροατία, την Σλοβενία, την Βοσνία – Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και την Μακεδονία, της οποίας τα όρια ήταν ένα κομμάτι γης που ανήκε στην Νότια Σερβία. Παράλληλα, άρχισε να συζητείται ένα παλιό σχέδιο για ομοσπονδία, την οποία θα αποτελούσαν η Βουλγαρία, η Αλβανία και αντί για την Ρουμανία, η Ελλάδα, εφόσον θα επικρατούσε σε αυτήν το κομμουνιστικό καθεστώς. Μετά από το πέρας των διαβουλεύσεων του Στάλιν με τον Δημητρώφ, πρωθυπουργό της Βουλγαρίας και τον Μίλαν Τζίλας, αντιπρόσωπο της Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας, τον Ιανουάριο του 1948, το σχέδιο σταμάτησε. Όμως, ως παρεπόμενο των αλλαγών που επέφερε ο Τίτο, στην περιοχή, προέκυψαν επίσημα τρεις νέες εθνότητες: οι Αλβανόφωνοι, οι Μουσουλμάνοι και οι «Μακεδόνες». Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Τίτο (4 Μαΐου 1980) ξεκίνησε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Το 1993, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) αναγνώρισε την ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας), η οποία συνορεύει βορειοδυτικά με το Κόσσοβο, στα βόρεια με τη Σερβία, ανατολικά με την Βουλγαρία, στα νότια με την Ελλάδα και δυτικά με την Αλβανία. Δηλαδή, αποτελείται από το βορειοδυτικό ένα τρίτο της γεωγραφικής περιοχής που ανήκε στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Στα Σκόπια, πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας, ζει το ένα τέταρτο των 2,1 εκατομμυρίων κατοίκων, που ουσιαστικά είναι νότιοι Σλάβοι, αλλά αυτοαποκαλούνται Σλαβομακεδόνες. Μία σημαντική μειονότητα (25%) αποτελούν οι Αλβανοί, και ακολουθούν μικρότερες μειονότητες Σέρβων, Τούρκων, Ρομά και Ελλήνων (Ν. Γιαλίδης, «Η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας και ο χαρακτήρας της». Ανάκτηση στις 20.4.2023 από: Η ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΧΡΙΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ (του Ν. Γιαλίδη) | ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ Σ.Σ.Ε. ΤΑΞΕΩΣ 1971 (wordpress.com).).
Στόχος της παρούσας Διπλωματικής εργασίας είναι να παρουσιάσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Αρχιεπισκοπή Αχριδών διαδραμάτισε τον ρόλο της στα εκκλησιαστικά και γεωγραφικά δρώμενα, ώστε να κατανοήσουμε την απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, υπό του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να αναγνωρίσει την Εκκλησία της Βόρειας Μακεδονίας, η οποία αυτοαποκαλείται Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία – Αρχιεπισκοπή Οχρίδας, βέβαια μόνο εντός των γεωγραφικών ορίων του κράτους της Βορείου Μακεδονίας, και τηρώντας ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας την έγγραφη υπόσχεσή του ότι στην ονομασία της επίσημης Εκκλησίας θα αποκλειστεί οποιοσδήποτε όρος ή παράγωγο αυτού με την λέξη «Μακεδονία».
Τα αποτελέσματα που εξήχθησαν από την ανάλυση του θέματος: «Ιστορική εξέλιξη της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος» έδειξαν ότι η επίσημη θέση της Εκκλησίας της «Βορείου Μακεδονίας», η οποία κατά την προσωπική άποψη του συγγραφέα της παρούσας Μεταπτυχιακής εργασίας σφετερίστηκε την πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της Αρχιεπισκοπής, βασίζεται κυρίως σε πολιτικά ζητήματα. Αναιρεί την υπόσχεσή της, καθώς στην προσφώνηση του τίτλου της διατηρεί την λέξη «Μακεδονική», με την οποία το 1967 αυτοανακηρύχθηκε αντικανονικά αυτοκέφαλη με τον τίτλο Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία προχωρώντας σε απόσχιση από το Πατριαρχείο της Σερβίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου